συνεκκλησίασις

συνεκκλησίασις
-άσεως, ἡ, Μ [συνεκκλησιάζω]
το να παρίσταται κανείς σε θεία λειτουργία τής εκκλησίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”